ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΟΠΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΣΗΕΑ
Αρ. πρωτ. 116 /03.02.05
Το Εποπτικό Όργανο Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή το θέμα που ανέκυψε σχετικά με τη διερεύνηση φαινομένων οικονομικής εξάρτησης δημοσιογράφων. Και, δυστυχώς, η όλη εξέλιξη οδηγεί σε απαράδεκτο διασυρμό μεγάλου μέρους του δημοσιογραφικού κόσμου, ενώ αντίθετα δεν καταδεικνύει τις περιπτώσεις παραβάσεων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Πάγια και μεθοδευμένη τακτική κέντρων πολιτικής εξουσίας ή οικονομικής δύναμης, που προωθούν τη διαπλοκή, είναι η διάβρωση και ο έλεγχος συγκεκριμένων χώρων, των οποίων ο ρόλος έχει αυξημένη σημασία για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων και άνομων συμφερόντων.
Από την τακτική αυτή δεν εξαιρείται ο χώρος της δημοσιογραφίας. Για τούτο και η ΕΣΗΕΑ θέλοντας να περιφρουρήσει την αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία της ενημέρωσης και το λειτούργημα που υπηρετεί ο δημοσιογράφος, έχει θεσπίσει από μακρού συγκεκριμένες διατάξεις τις οποίες και επισημαίνουμε:
Απαγορεύεται ρητά πληρωμή δημοσιογράφων από μυστικά κονδύλια. Οι κατά καιρούς υπαινιγμοί που διατυπώνονται από κρατικούς φορείς, θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε υπεύθυνη στάση. Δηλαδή, συγκεκριμένη καταγγελία, ώστε και οι δημοσιογράφοι που παραβιάζουν τη βασική αυτή αρχή να αποπέμπονται από το Σώμα, αλλά και οι δημόσιοι λειτουργοί που διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους.
Η αργομισθία καταδικάζεται απόλυτα από το Καταστατικό και από τον Κώδικα Αρχών Δεοντολογίας, αλλά όπως και για κάθε άλλο πολίτη, έτσι και για τον δημοσιογράφο αποτελεί ποινικό αδίκημα. Συνυπεύθυνος σε τέτοια φαινόμενα είναι και ο κατά περίπτωση κρατικός λειτουργός, που ψευδώς βεβαιώνει για παροχή εργασίας, συνεργώντας στην παρανομία.
Η απασχόληση σε υπηρεσία (Γραφείο Τύπου κλπ) δημόσια ή ιδιωτική, στην οποία ο συντάκτης καλύπτει το αντίστοιχο ρεπορτάζ του μέσου ενημέρωσης όπου εργάζεται, ενέχει το επαγγελματικό ασυμβίβαστο, όπως προβλέπει ο Κώδικας Αρχών Δεοντολογίας. Αποτελεί μορφή εξάρτησης και δέσμευσης του δημοσιογράφου, στοιχείο που υπονομεύει την αντικειμενικότητα στην ενημέρωση.
Η πολυθεσία στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ΔΕΚΟ, τράπεζες, κρατική ραδιοτηλεόραση κλπ, έχει απαγορευθεί εδώ και δύο δεκαετίες, περίπου. Επιπλέον, αντιβαίνει στο πνεύμα του Συντάγματος που προβλέπει το δικαίωμα της εργασίας για όλους, αλλά και σε στοιχειώδεις αρχές κοινωνικής ηθικής, αφού υπάρχουν δημοσιογράφοι που βρίσκονται στη δυσχερή θέση της ανεργίας.
Για την τήρηση των ως άνω αρχών, που αποβλέπουν κυρίως στην ανεξάρτητη και αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών, βασικός είναι ο ρόλος των κατά καιρούς φορέων της εξουσίας. Είναι ανάγκη να εγκαταλειφθούν πρακτικές που συνεργούν στην παραβίασή τους, κάτι που δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν συμβαίνει.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι δημοσιογράφοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους ανταποκρίνονται με ήθος και υπευθυνότητα στην αποστολή τους. Συχνά, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, καταστάσεις άνισης μεταχείρισης και στραγγαλισμού βασικών δικαιωμάτων τους στον κρατικό τομέα, με τα γνωστά μπλοκάκια (ΔΠΥ) και τις ψευδεπίγραφες συμβάσεις εργασίας. Σε καθεστώς ομηρίας και εκβιαστικών συνθηκών, που βέβαια ισχύουν και στον ιδιωτικό τομέα. Σε αντίθετη κατεύθυνση, είναι οι περιπτώσεις εκείνες μελών του δημοσιογραφικού Σώματος, που παραβιάζουν τον Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά και πολλές φορές και τους νόμους του κράτους. Τα φαινόμενα αυτά θα πρέπει να εντοπισθούν και να αντιμετωπιστούν, στο πλαίσιο μιας πραγματικής αυτοκάθαρσης, για την οποία προϋπόθεση είναι, όπως προαναφέρθηκε, να χορηγηθούν από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία για οποιονδήποτε δημοσιογράφο αμείβεται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και με οποιαδήποτε σχέση.
Το Εποπτικό Όργανο Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ